Έτσι λοιπόν γνωρίστηκα με τον Ofuondo και ξεκινήσαμε να προχωράμε και να μιλάμε. Ήταν μονίμως χαμογελαστός, ακόμα και όταν μου έλεγε πως δεν έχει δουλειά και πως δεν έχει ιδέα πώς θα τα βγάλει πέρα. Λίγο μετά τον άφησα γιατί έπρεπε να πάω να αφήσω κάπου τα πράγματα μου και αυτός ήθελε να δουλέψει.«Peace, love bro» μου είπε και χαιρετηθήκαμε. Μέχρι να πάω να αφήσω τα πράγματα μου, συνειδητοποίησα ότι μου είχε κολλήσει η ιδέα να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους του δρόμου. Τους είχα ήδη πλησιάσει λίγο με την επικοινωνία μου με τον Ofuondo, αλλά ήθελα να μπω βαθύτερα στον κόσμο τους. Από ότι φαινόταν δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο, αφού ο κόσμος τους ανοίγεται μπροστά σου με ένα ‘γεια’. Έτσι λοιπόν, συνέχισα να περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Όλη η παραλία ήταν γεμάτη με μαύρους αφρικανούς. Άλλος πουλούσε ρολόγια, άλλος τσάντες, άλλος CD, άλλος βραχιολάκια. Ο καθένας είχε ένα ρόλο να παίξει μέσα στην πόλη.
Περνώντας από δίπλα τους, λοιπόν, αυτό το μόνιμο χαμόγελο που είχαν στο πρόσωπο τους μου έφτιαχνε όλο και πιο πολύ την μέρα, και δεν μου άφηνε άλλη επιλογή από το να τους χαιρετάω. Χτυπάγαμε τις μπουνιές μας και όλοι έλεγαν 3 λέξεις πάντα όταν τους χαιρετούσες «peace, love bro». Μερικούς απλά τους χαιρετούσα, με άλλους αντάλλαζα και μερικές κουβέντες και συστηνόμασταν. Εντύπωση μου έκανε ένας συγκεκριμένος, ο οποίος αφού μιλήσαμε κάνα πεντάλεπτο, πάει να μου φορέσει ένα βραχιολάκι στο χέρι. «Έχω ήδη του λέω», και τότε μου είπε αυτό που δεν περίμενα να ακούσω…«δεν θέλω λεφτά, είσαι ωραίος τύπος, πάρτο να με θυμάσαι». Δεν το πήρα για να μην του το στερήσω, αλλά είναι τόσο ξεκάθαρη η σκηνή μέσα στο μυαλό μου που είναι σαν να το φοράω. Δεν συνειδητοποίησα κατευθείαν τι είχε κάνει. Καθώς συνέχισα τον δρόμο μου, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος πήγε να μου δωρίσει ένα βραχιολάκι που θα πουλούσε για 1 ευρώ. Τι είναι 1 ευρώ; Πες μου για καθέναν από μας τι είναι 1 ευρώ; Τίποτα θα έλεγαν οι περισσότεροι με μεγάλη σιγουριά.
Σε αυτό το σημείο θα σε μεταφέρω για λίγο στην επόμενη μέρα, λοιπόν, όπου λίγο πριν φύγω από την Θεσσαλονίκη έζησα το εξής: μια γιαγιά γύρω στα 70 σε επιεικώς άθλια κατάσταση, είχε βγει στο δρόμο να ζητιανέψει για το φαί της. Έστω και τα 50 λεπτά ήταν μεγάλη ανακούφιση, αν κρίνω από την χαρά της όταν είδε τα 2 ευρώ που της δώσαμε. Συνεχίζοντας το δρόμο της επαιτείας, η γιαγιά πήγε στο διπλανό τραπέζι. Η αντίδραση: αδιαφορία! Και αυτή συνεχιζόταν από τραπέζι σε τραπέζι, και ενώ εγώ εκπλησσόμουν, η γιαγιά γνωρίζοντας καλύτερα τους ανθρώπους από μένα δεν φαινόταν να ξαφνιάζεται. Το να της δώσει κάποιος λεφτά της φαινόταν πιο περίεργο από την αδιαφορία. Αδιαφορία από άτομα με το καφεδάκι τους στο τραπέζι, το πακέτο τσιγάρα για να κάνουν το κομμάτι τους και το i-phone στο χέρι για να κανονίσουν που θα βγουν το βράδυ για να ξοδέψουν τα λεφτά τους σε ποτά(σημειώνω πως δεν βγάζω τον εαυτό μου από αυτήν την κατηγορία). Πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να δώσει 1 ευρώ σε αυτήν την γιαγιά; Συνδυάζοντας τις ιστορίες, φαίνεται ότι είναι σίγουρα πιο δύσκολο για εμάς από ότι θα ήταν για τον μαύρο να τα δώσει! Δεν είχε πολλά και θα έμενε με ακόμα λιγότερα αν μου έδινε το βραχιολάκι αλλά δεν τον ένοιαζε! Και είμαι σίγουρος πως όπως θα έδινε το βραχιολάκι σε μένα επειδή με συμπάθησε, με ακόμα μεγαλύτερη ευκολία θα έδινε κάτι στην γιαγιά για να φάει, έστω και αν ο ίδιος δεν τα έχει όπως τα χουμε εμείς…! Πόσο οξύμωρο είναι; Έχει λιγότερα στην τσέπη και η ψυχή του είναι πλουσιότερη από πολλών από εμάς που έχουμε πολλαπλάσιες ανέσεις.
Και πάμε στην τελευταία παρατήρηση και σκέψη μου… Πως τους αντιμετωπίζουμε αυτούς τους ανθρώπους του δρόμου; Παρά την πλούσια ψυχή τους, εμείς εθελοτυφλούμε και νιώθουμε ανώτεροι. Θα έλεγα καλύτερα, πως νιώθουμε ανώτερης ποιότητας άνθρωποι! Προχωράμε στον δρόμο, τους βλέπουμε μαζεμένους σε παρέες… μερικοί φοβόμαστε να τους πλησιάσουμε! Φοβόμαστε ότι θα μας κλέψουν; Ότι θα γίνουν βίαιοι; Ότι είναι βρώμικοι; Τι……;
Εδώ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου μερικά από τα πράγματα που μου είπαν ο Chocolate Biscuit Man και ο Γιάννης, όπως μου συστήθηκαν οι τελευταίοι αφρικανοί που γνώρισα πριν μπω στο αμάξι με τους φίλους μου. Με αυτούς μίλησα την περισσότερη ώρα και είναι αυτοί που μου έμαθαν τα περισσότερα. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν φύγανε από την Νιγηρία γιατί ήθελαν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Που είναι το παράλογο σε αυτό; Που είναι το παράλογο σε κάποιον άνθρωπο να θέλει να ζήσει σαν άνθρωπος; Φύγανε διότι αν έμεναν στην Νιγηρία θα ζούσαν σαν δούλοι και θα αναγκαζόντουσαν να κλέψουν και να σκοτώσουν. Νιώθεις τον παραλογισμό; Φοβόμαστε μην μας κλέψουν αυτοί που έφυγαν από την χώρα τους για να μην κλέψουν. Φοβόμαστε μην γίνουν βίαιοι αυτοί που έφυγαν από την χώρα τους για να μην σκοτώσουν. Άλλοι δεν τους φοβούνται και απλά τους αγνοούν. Μα πως γίνεται να αγνοείς έναν άνθρωπο που ζει μέσα στα σκατά χαμογελαστός από το πρωί μέχρι το βράδυ; Ο κόσμος των μαύρων είναι ανοικτός περισσότερο από τον κόσμο οποιουδήποτε από μας. Πήγαινε να χαιρετήσεις κάποιον άγνωστο που κάνει την βόλτα του στον δρόμο και να μιλήσεις μαζί του για την ζωή του, για τον κόσμο του. Γιατί να μιλήσει μαζί σου; Σε ξέρει; Θα κερδίσει κάτι από αυτό; Αφού δεν θα κερδίσει κάτι δεν τον νοιάζει. Κρατάει τον κόσμο του και τον χρόνο του γι αυτόν. Οι μαύροι όμως που γνώρισα δεν είναι έτσι. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν και όμως μου άνοιξαν τον κόσμο τους σαν να τους ήξερα χρόνια. Μια κουβέντα αρκεί να ανταλλάξεις μαζί τους για να του δείξεις ότι υπάρχουν, ότι τους νιώθεις και τους σέβεσαι και ας μην αγοράσεις το βραχιολάκι που σου πουλάνε. Που ξέρεις… ίσως τελικά να στο χαρίσουν και σένα….
Υ.Γ. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν έχει σκοπό ούτε να υποβαθμίσει κανέναν ούτε και να εξιδανικεύσει τίποτα. Είναι απλά το προϊόν εξωτερίκευσης της σκέψης μου και των γεγονότων που έζησα. Το ξέρω πως δεν ανακάλυψα τον κόσμο, απλά ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σου.
Written By:
''...αν έχεις ήθος σ'ότι ζεις προσωπικός σου μύθος
όλα τα λεφτά να ξέρεις είναι αριστερά στο στήθος
νιώθει πλούσιος, όποιος πληρώνεται μ'αισθήματα
κι αυτό θα στο υπενθυμίζει πάντα κάθε χτύπος...''
Written By:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου